Η καρωτιδική ενδαρτηρεκτομή (CEA) είναι μια χειρουργική επέμβαση που ενέχει σπάνιο αλλά σοβαρό κίνδυνο μόλυνσης του συνθετικού εμβαλώματος που συνήθως χρησιμοποιείται κατά τη σύγκλειση της αρτηριοπλαστικής.
Η παρούσα μελέτη εξετάζει τη διαχείριση και τα αποτελέσματα των μολύνσεων συνθετικού εμβαλώματος σε ασθενείς με CEA που αντιμετωπίστηκαν στο τμήμα μας τα τελευταία 23 χρόνια. Παράλληλα, πραγματοποιήθηκε ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με μολύνσεις συνθετικών μοσχευμάτων μετά από CEA, που δημοσιεύτηκαν από τον Ιανουάριο του 1992 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2022.
Διεξήχθη αναδρομικός έλεγχος ασθενών που υποβλήθηκαν σε CEA σε νοσοκομείο της Αθήνας, στην Ελλάδα, μεταξύ 1 Ιανουαρίου 1999 και 31 Δεκεμβρίου 2022. Κατά την περίοδο αυτή, αντιμετωπίσθηκαν 7 ασθενείς με μολύνσεις εμβαλωμάτων καρωτίδας, οι οποίοι είχαν αρχικά υποβληθεί σε CEA στο τμήμα μας. Οι πιο συχνά ανιχνευθέντες μικροοργανισμοί ήταν ο Staphylococcus epidermidis και ο Staphylococcus aureus. Ένας ασθενής (14%) κατέληξε από αιμορραγικό σοκ πριν από τη χειρουργική επέμβαση, ενώ οι υπόλοιποι έξι (86%) υποβλήθηκαν σε καθαρισμό του τραύματος, αφαίρεση του μολυσμένου εμβαλώματος και επαναγγείωση με τη χρήση μοσχεύματος από τη μείζονα σαφηνή φλέβα. Δεν σημειώθηκαν θάνατοι ή εγκεφαλικά επεισόδια κατά την περιεγχειρητική περίοδο, και δεν υπήρξαν επαναμολύνσεις κατά τη διάμεση παρακολούθηση των 159 μηνών.
Η αφαίρεση του μολυσμένου υλικού και η επαναγγείωση με χρήση μοσχεύματος από φλέβα παραμένει η κυρίαρχη θεραπευτική μέθοδος. Η διαχείριση των λοιμώξεων του εμβαλώματος μπορεί να είναι δύσκολη και θα πρέπει να αναλαμβάνεται από εξειδικευμένα κέντρα λόγω της πολύπλοκης ανατομίας της περιοχής και του κινδύνου σοβαρών επιπλοκών, όπως εγκεφαλικό επεισόδιο και τραυματισμό των κρανιακών νεύρων. Οι επιλογές για αυτόλογη αποκατάσταση περιλαμβάνουν το κλείσιμο με μοσχεύματα από φλέβα, τη φλεβική παράκαμψη ή την παράκαμψη με αυτόλογο αρτηριακό μόσχευμα, όπως η χρήση της επιπολής μηριαίας αρτηρίας. Σε περιπτώσεις λοίμωξης με MRSA, όπου μπορεί να προτιμηθεί ο αποκλεισμός της καρωτίδας, παρόλο που συνδέεται παραδοσιακά με αυξημένο κίνδυνο περιεγχειρητικού εγκεφαλικού, η αναγκαιότητά της θα πρέπει να αξιολογείται, λαμβάνοντας υπόψη τις προεγχειρητικές εξετάσεις της παράπλευρης κυκλοφορίας και την ανεκτικότητα του ασθενούς.
Η χρήση κρημνού από τον στερνοκλειδομαστοειδή μυ έχει δείξει τόσο σε πειραματικό όσο και σε κλινικό επίπεδο ότι βελτιώνει τον χρόνο επούλωσης, μειώνει την παρουσία βακτηρίων και παρέχει καλά αιματούμενο ιστό σε μολυσμένες περιοχές, όπως το μολυσμένο χειρουργικό τραύμα μετά από CEA.
Μια νέα υβριδική τεχνική, η τεχνική EndoVAC, που περιλαμβάνει την επένδυση της μολυσμένης ενδαρτηρεκτομής με ενδομόσχευμα (stent-graft), χειρουργική αναθεώρηση και θεραπεία με υποβοήθηση κενού (VAC) για την ενίσχυση ανάπτυξης κοκκιώδους ιστού και επούλωση σε δεύτερο σκοπό, έχει χρησιμοποιηθεί από ορισμένους με υποσχόμενα αποτελέσματα. Αυτή η τεχνική αποτελεί μια εναλλακτική, λιγότερο επεμβατική επιλογή για τη θεραπεία μολυσμένων τραυμάτων μετά από CEA σε επιλεγμένες περιπτώσεις, όπου η παραδοσιακή ριζική χειρουργική ή απλή συντηρητική θεραπεία με αρνητική πίεση δεν θεωρείται εφικτή ή ασφαλής.
Τέλος, έχει αναφερθεί ότι μια μικρή ομάδα ασθενών υποβλήθηκε σε θεραπεία με κεκαλυμμένους ενδονάρθηκες (covered stents), παρουσιάζοντας θετικά περιεγχειρητικά αποτελέσματα. Ωστόσο, τα δεδομένα μακροχρόνιας διάρκειας σχετικά με την παραμονή ανοικτών των ενδοναρθήκων και την πιθανότητα επαναμόλυνσης παραμένουν ανεπαρκή. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η βιβλιογραφία σχετικά με τον ρόλο των κεκαλυμμένων ενδοναρθήκων ενδέχεται να παρουσιάζει μεροληψία, καθώς τα κέντρα τείνουν να δημοσιεύουν μόνο τα ευνοϊκά αποτελέσματα.
Συμπεράσματα
Η μόλυνση του εμβαλώματος μετά από καρωτιδική ενδαρτηρεκτομή είναι σχετικά σπάνια. Οι κύριοι υπαίτιοι για αυτές τις λοιμώξεις είναι συνήθως ο Staphylococcus epidermidis και ο Staphylococcus aureus. Κλινικά, η μόλυνση μπορεί να παρουσιαστεί με συμπτώματα όπως συρίγγιο αποστράγγισης (πυώδες ή ορώδες), διόγκωση του τραχήλου με σχηματισμό αποστήματος, ανάπτυξη ψευδοανευρύσματος και αιμορραγία ή ρήξη. Η κύρια θεραπευτική προσέγγιση συνήθως περιλαμβάνει την αφαίρεση του μολυσμένου υλικού και επαναγγείωση με χρήση μοσχεύματος ή εμβαλώματος από φλέβα. Η ενίσχυση των προληπτικών μέτρων παραμένει ιδιαίτερα σημαντική στην κλινική πράξη, για την αποφυγή της θνησιμότητας και της νοσηρότητας που προκαλεί αυτή η σπάνια αλλά σοβαρή επιπλοκή μετά από καρωτιδική ενδαρτηρεκτομή.
Komentarji